Όταν ο Ανέστος Δελιάς ξεκόλλησε από τον τεκέ του Καπλάνα, στα Ταμπούρια, ο ουρανός ήταν ακόμα κατράμι.
Περπατούσε βαριά και κάθε τόσο κοντοστεκόταν για να πάρει μια βαθιά ανάσα. Κάποια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε το τρίξιμο που κάνουν τα τρένα όταν ξεκινούν από τον Άγιο Διονύση. Το θολωμένο βλέμμα του αποζητούσε ένα ίχνος από φως. Μόνο κάτι μακρινά πορτοκαλιά φαναράκια αντιφέγγιζαν μέσα από τη θάλασσα.
Τ’ αυτιά του βούιζαν και τότε πως του φάνηκε. πέρασε λέει ένα τρένο ξυστά από δίπλα του. Ένιωσε το σίδερο ν’ ακουμπά το μάγουλό του και να του ξυρίζει με βία τη φαβορίτα του. Το βήμα του αποζητούσε ένα βαγόνι για ν’ αποκοιμηθεί, η καρδιά του όμως λαχταρούσε να περάσει τον μαντρότοιχο των Βούρλων.
Κάθε λιμάνι που σεβόταν τον εαυτό του είχε έναν ξακουστό οίκο ανοχής. Ο Πειραιάς είχε απλά ένα γκέτο, ένα σύμπλεγμα περίπου 66 χαμηλοτάβανων δω-ματίων που περιστοιχίζονταν από μια ψηλή μάντρα. Τα Βούρλα ρίζωσαν την τε-λευταία δεκαετία του 19ου αιώνα πάνω σε μια ελώδη –με συνεχείς επιχωματώ-σεις- περιοχή, στο σύνορο μεταξύ των σημερινών δήμων Δραπετσώνας και Κε-ρατσινίου. Εκεί αρχικά έβρισκαν αποκούμπι οι ξένοι και οι έλληνες ναυτικοί όταν έπιαναν λιμάνι. Εκεί έγινε αγαπητικός ο Μάρκος, εκεί γνώρισε τον έρωτα ο Ανέστης, εκεί μαζεύονταν και όλοι οι μάγκες και οι χασισοπότες της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά.
Εκεί όμως έβρισκαν καταφύγιο και όλες οι κυνηγημένες πόρνες. Το σύνορο γι’ αυτόν το άλλο κόσμο του Μεσοπολέμου ήταν η σιδηροδρομική γραμμή που κατέληγε στο σταθμό του Αγίου Διονυσίου, που τότε λεγόταν Σταθμός Λαρίσης.
Περπατούσε βαριά και κάθε τόσο κοντοστεκόταν για να πάρει μια βαθιά ανάσα. Κάποια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε το τρίξιμο που κάνουν τα τρένα όταν ξεκινούν από τον Άγιο Διονύση. Το θολωμένο βλέμμα του αποζητούσε ένα ίχνος από φως. Μόνο κάτι μακρινά πορτοκαλιά φαναράκια αντιφέγγιζαν μέσα από τη θάλασσα.
Τ’ αυτιά του βούιζαν και τότε πως του φάνηκε. πέρασε λέει ένα τρένο ξυστά από δίπλα του. Ένιωσε το σίδερο ν’ ακουμπά το μάγουλό του και να του ξυρίζει με βία τη φαβορίτα του. Το βήμα του αποζητούσε ένα βαγόνι για ν’ αποκοιμηθεί, η καρδιά του όμως λαχταρούσε να περάσει τον μαντρότοιχο των Βούρλων.
Κάθε λιμάνι που σεβόταν τον εαυτό του είχε έναν ξακουστό οίκο ανοχής. Ο Πειραιάς είχε απλά ένα γκέτο, ένα σύμπλεγμα περίπου 66 χαμηλοτάβανων δω-ματίων που περιστοιχίζονταν από μια ψηλή μάντρα. Τα Βούρλα ρίζωσαν την τε-λευταία δεκαετία του 19ου αιώνα πάνω σε μια ελώδη –με συνεχείς επιχωματώ-σεις- περιοχή, στο σύνορο μεταξύ των σημερινών δήμων Δραπετσώνας και Κε-ρατσινίου. Εκεί αρχικά έβρισκαν αποκούμπι οι ξένοι και οι έλληνες ναυτικοί όταν έπιαναν λιμάνι. Εκεί έγινε αγαπητικός ο Μάρκος, εκεί γνώρισε τον έρωτα ο Ανέστης, εκεί μαζεύονταν και όλοι οι μάγκες και οι χασισοπότες της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά.
Εκεί όμως έβρισκαν καταφύγιο και όλες οι κυνηγημένες πόρνες. Το σύνορο γι’ αυτόν το άλλο κόσμο του Μεσοπολέμου ήταν η σιδηροδρομική γραμμή που κατέληγε στο σταθμό του Αγίου Διονυσίου, που τότε λεγόταν Σταθμός Λαρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου