Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Τα δύσκολα βήματα του χορού

ΟΣΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ πως ο Ντάρεν Αρονόφσκι υπερβάλλει δείχνοντας στον «Μαύρο κύκνο» πόσο σκληρός και αδυσώπητος είναι ο χορευτικός κόσμος, απλώς δεν έτυχε να ακούσουν πόσο δυσκολεύονται τα νέα παιδιά για να οδηγηθούν στην καταξίωση.
Δεν εννοούμε να βρουν δουλειά σε κάποια ελληνική ομάδα για μερικούς μήνες. Μιλάμε για μια οδύσσεια που ξεκινάει όταν τελειώνουν τις σπουδές τους στην Ελλάδα. Τότε αντιλαμβάνονται ότι η φυγή στο εξωτερικό είναι μονόδρομος κι ότι για να καταλήξουν στις «κλειστές» ομάδες των μεγάλων ευρωπαίων χορογράφων πρέπει να θωρακιστούν με γνώσεις, να οργώνουν την Ευρώπη παρακολουθώντας σεμινάρια, να γυρνούν από οντισιόν σε οντισιόν, να ανταγωνίζονται χορευτές που καταφθάνουν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες από κάθε γωνιά του κόσμου.
Κι όμως, πολλοί νέοι τα κατάφεραν. Αναμεσά τους ο Αντώνης Φωνιαδάκης συνεχίζει την καριέρα που ξεκίνησε στη Λιόν, ο Τάσος Καραχάλιος και η Αρτεμις Σταυρίδη έχουν δουλέψει με τον Γιάν Φαμπρ, ο Γιάννης Μανταφούνης εργάζεται δίπλα στον Γουίλιαμ Φορσάιθ, ο Ηλίας Λαζαρίδης και η Κωνσταντίνα Ευθυμιάδου περιοδεύουν αυτό το διάστημα με τη χορευτική ομάδα του Ακραμ Καν, η Χριστίνα Γουζέλη έκλεισε μια πενταετία πλάι στη λονδρέζικη ομάδα της Τζάσμιν Βάρντιμον, η Ινώ Ρήγα έχει χορέψει για τις ομάδες των Ρίτσαρντ Αλστον και Χόφες Σέχτερ, η χορεύτρια Νάνσυ Νερατζή και ο Στέφανος Μπίζας έχουν συνεργαστεί με την ομάδα «Diversions», η Λίντα Καπετανέα είναι από τις αγαπημένες του Βιμ Βαντεκέιμπους, η Μαρία Κουσουνή χόρευε για μια πενταετία στο Μπαλέτο της Οπερας της Βιέννης και μετά στο Μπαλέτο της Κρατικής Οπερας του Αμβούργου, η Τούλα Λημναίου εργάστηκε ως χορεύτρια και βοηθός των Κλαούντιο Μπερνάρντο, Ρεζίν Σοπινό και Πιέρ Ντρουλέ, ενώ η ξεχωριστή και πρωτοπόρος Αθηνά Βάχλα συνεχίζει μια λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό.
Για τη συγκεκριμένη χορογράφο και δασκάλα -πλέον- όλα ξεκίνησαν πριν από είκοσι χρόνια, όταν έφτασε στο Λονδίνο ως υπότροφη (του Ιδρύματος Ωνάση και της Κούλας Πράτσικα).

Με σπουδές στο «Laban Centre» του Λονδίνου, διακρίσεις και παρουσία σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ, συνεργάζεται με διάφορες ξένες ομάδες, ενώ δεν ξεχνά την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης απ' όπου ξεκίνησε. Ετσι, συχνά χορογραφεί τις παραστάσεις της Hellenic Dance Company (ομάδα της σχολής). «Οταν επρόκειτο να φύγω έθεσα στον εαυτό μου ένα πολύ καίριο ερώτημα: ήθελα να είμαι το μεγάλο ψάρι στη μικρή γυάλα ή το μικρό σε μια μεγάλη δεξαμενή;» μας λέει η ίδια, από τη Νότιο Αφρική όπου την εντοπίσαμε.

«Αποφοίτησα από την ΚΣΟΤ το 2004 και συνέχισα την εκπαίδευσή μου στη Βιέννη ως υπότροφος του εντατικού προγράμματος DanceWEB, στο φεστιβάλ ImPulstanz» προσθέτει η Χριστίνα Γουζέλη, που αυτό το διάστημα πρωταγωνιστεί στη νέα παραγωγή της Τζάσμιν Βάρντιμον «Justitia». «Αμέσως μετά τις σπουδές αρχίζει να λειτουργεί το ένστικτο της επιβίωσης αλλά και η αγωνία για το πώς θα γίνεις αποδεκτός στον χώρο. Διάλεξα το Βέλγιο γιατί είναι ένας τεράστιος χορευτικός πυρήνας και θα μπορούσα να κινηθώ στις γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες. Δεν φαντάζεστε πόσο δύσκολη είναι αυτή η περιπλάνηση: όλοι έχουμε ελάχιστα χρήματα στη διάθεσή μας, φιλοξενούμαστε μια εδώ και μια εκεί, σπανίως μπορούμε να συντηρήσουμε δικό μας σπίτι και μαζεύουμε και το τελευταίο ευρώ για να αγοράζουμε εισιτήρια να πηγαίνουμε σε οντισιόν. Στις πιο δύσκολες στιγμές έλεγα στον εαυτό μου: «Δεν μπορεί, το επίπεδο σπουδών στην ΚΣΟΤ ήταν πολύ υψηλό. Κάπου θα μου φανούν χρήσιμα η πειθαρχία, οι κόποι, τα εφόδιά μου. Και πράγματι βρέθηκα στον Βαντεκέιμπους και από εκεί ξεκίνησαν όλα...»
Από οντισιόν σε οντισιόν, όμως, έτρεχε και η Αρτεμις Σταυρίδη και τελικά κατάφερε να δουλέψει με τον Γιάν Φαμπρ. «Είδα την Αρτεμη στο Παρίσι. Είναι καταπληκτική και ταλαντούχα. Μια νέα ανακάλυψη. Ηρθε στο Βέλγιο να δουλέψουμε και ξαναέστησα το έργο πάνω της» είχε πει ο αιρετικός χορογράφος.
Στην Ελλάδα είναι προφανές ότι δεν θα είχαν καμία τύχη να σταδιοδρομήσουν, καθώς η προ δεκαετίας άνθηση δεν έτυχε σοβαρής αντιμετώπισης. Η ξαφνική αύξηση των χορευτικών ομάδων, ο οργασμός παραστάσεων, τα χρήματα που σπαταλήθηκαν, τα γεμάτα θέατρα, η θετική ανταπόκριση από τις ξένες περιοδείες ελληνικών ομάδων μοιάζουν ξεχασμένα. Δεδομένου ότι καμία ομάδα δεν παρουσιάζει πάνω από μία χορογραφία τον χρόνο, οι χορευτές το υπόλοιπο διάστημα πρέπει να βρουν χρήματα να ζήσουν και να διατηρήσουν σε φόρμα το σώμα τους.

«Η Ελλάδα δεν παρουσιάζει πολλές ευκαιρίες γενικώς στον χορό. Σε σχέση με το θέατρο και τη μουσική παρατηρώ μια τεράστια ανισότητα» λέει ο Α. Φωνιαδάκης, που τα τελευταία χρόνια ζει και χορογραφεί στη Λιόν. «Μπορεί να φταίει η ελλιπής κρατική μέριμνα, μπορεί το γεγονός ότι δεν έχουμε χορευτική παράδοση. Οι χορευτές υποφέρουν από την έλλειψη συνεπούς εργασίας και διανομής παραστάσεων. Οι χορογράφοι είναι σε χειρότερη μοίρα, αφού δημιουργούν τις ευκαιρίες μόνοι τους, με μεγάλη γενναιότητα και οικονομικό ρίσκο».
Και, ενώ η εξοικείωση του ελληνικού κοινού με τον σύγχρονο χορό απέτυχε παταγωδώς, το ένα και μόνο κλασικό μπαλέτο της χώρας (της Λυρικής Σκηνής) δεν αρκεί για να αφομοιώσει εκείνους που επιλέγουν την κλασική κατεύθυνση. Αποτέλεσμα; Ολο και περισσότεροι καταφεύγουν είτε σε χώρες που έχουν πολυετείς χορευτικές υποδομές -όπως η Αγγλία και η Γαλλία- είτε σε κράτη όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία, που δεν έχουν παράδοση δεκαετιών, αλλά είναι σήμερα πρωταγωνιστικές δυνάμεις στον χορό, μετά από κρατική επιλογή.
«Ο αριθμός των παιδιών που κάθε χρόνο φεύγουν στο εξωτερικό ποικίλλει» σχολιάζει η Παυλίνα Βερέμη, διευθύντρια της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης. «Επίσης, μπορεί κάποιοι να φύγουν αρκετά μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Το θέμα της "αναχώρησης" δεν εξαρτάται πάντοτε από τις ικανότητες των αποφοίτων αλλά και από την οικονομική υποστήριξη, υποτροφίες, ακόμη και προσωπικά και οικογενειακά ζητήματα. Ως πιο συναισθηματικοί, οι νότιοι τείνουν να παραμένουν στον τόπο τους».

Από τη συγκεκριμένη σχολή αποφοίτησε και ο Α. Φωνιαδάκης. «Εχοντας συνεργαστεί ως χορογράφος και εκπαιδευτικός στην ελληνική ΚΣΟΤ αλλά και στο Conservatoire National Superieur Musique et Danse στη Λιόν, βγάζω τα εξής συμπεράσματα: Τα εφόδια που προσφέρουν οι σχολές είναι βασικές αρχές κλασικού και μοντέρνου χορού. Διαφέρει, όμως, πολύ το στιλ των μαθημάτων. Στην Αθήνα υπερτερεί το μοντέρνο, ενώ η προσωπικότητα των χορευτών είναι πιο έντονη από των Γάλλων. Αντιθέτως στη Λιόν το μοντέρνο πρόγραμμα ισορροπεί ισάξια με ένα πιο "ακαδημαϊκό" πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να δημιουργεί πιο πειθαρχημένους και μεθοδικούς μαθητές από τους Ελληνες».
Από την Ελλάδα, τελικά, τι λείπει περισσότερο: οι υποδομές, οι κατάλληλοι άνθρωποι, οι θεσμοί, η παράδοση, το εκπαιδευτικό πλαίσιο, η κρατική μέριμνα; «Η σωστή εκπαίδευση και ο επαγγελματισμός είναι ίσως τα βασικότερα» λέει η Παυλίνα Βερέμη. «Τα υπόλοιπα εν πολλοίς εξαρτώνται ή και συνυπάρχουν με αυτά τα δύο. Οι θεσμοί, η κρατική μέριμνα, οι διάφορες επιτροπές και οι επιχορηγήσεις είναι μάλλον αναποτελεσματικά και καλλιεργούν εξαρτήσεις. Σχετίζονται δε με το τελικό "προϊόν", που είναι ο χορός ως παράσταση. Πόσο μπορεί όμως να παρέμβει κανείς τότε, αν δεν προϋπάρχει επαγγελματισμός και γνώση;»

«Η στασιμότητα πληγώνει τον χορό στην Ελλάδα» λέει η Χρ. Γουζέλη. «Ακόμα και η αισθητική των χορογράφων μοιάζει να "κόλλησε" στο παρελθόν. Δεν θέλω να ξεχάσω από πού κατάγομαι, διότι οι ρίζες μας είναι πάντοτε εμφανείς σε ό,τι κι αν κάνουμε. Ωστόσο, θέλω να πω σε όλους να τολμήσουν να παλέψουν σε πιο αντίξοες συνθήκες από αυτές της Ελλάδας κι ας ξεβολευτούν». Κάτι ανάλογο συμβουλεύει και η Α. Βάχλα: «Οι μαθητές της ΚΣΟΤ που γνωρίζω έχουν άριστη τεχνική. Αν και μόνο αφήσουν το μυαλό τους ανοικτό και "βουτήξουν" με ανοικτή καρδιά στο άγνωστο, θα διαπρέψουν. Αν έμενα στην Ελλάδα, η πορεία μου θα ήταν εντελώς διαφορετική. Προτιμώ πάντα να φεύγω απ' ό,τι γίνεται οικείο». 

www.enet.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου