Η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να επιδεινωθεί εάν τεράστιες ποσότητες θερμότητας που έχουν απορροφήσει οι ωκεανοί απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα, υποστηρίζουν επιστήμονες που δημοσιεύουν μια έρευνα που δείχνει ότι οι ωκεανοί έχουν συμβάλλει στην ανάσχεση του φαινομένου από το 2000 και εντεύθεν.
Οι εκπομπές θερμοαπορροφητικών αερίων στην ατμόσφαιρα είναι ταχύτερες από ποτέ, με τα δέκα θερμότερα έτη να καταγράφονται από το 1998 και μετά. Ωστόσο, ο ρυθμός υπερθέρμανσης της επιφάνειας της Γης επιβραδύνθηκε από το 2000 και μετά με τους επιστήμονες να αναζητούν εξηγήσεις αυτής της εξέλιξης. Ειδικοί από το Καταλανικό Ινστιτούτο Κλιματικών Επιστημών στη Βαρκελώνη και Γάλλοι επιστήμονες, υποστηρίζουν ότι οι ωκεανοί απορρόφησαν περισσότερη θερμότητα από την ατμόσφαιρα γύρω στο 2000, γεγονός που εξηγεί την επιβράδυνση της υπερθέρμανσης στην επιφάνεια του πλανήτη, αλλά και προοιωνίζεται μια παροδική και σύντομη παύση του φαινομένου. «Το πλεόνασμα θερμότητας απορροφήθηκε σε επιφάνεια μέχρι 700 μέτρα από την επιφάνεια των ωκεανών με το 65% της ποσότητας να απορροφάται στους τροπικούς παραλλήλους του Ειρηνικού και του Ατλαντικού Ωκεανού», αναφέρει η έκθεση.
Η επικεφαλής συγγραφέας της έκθεσης, Βιρτζινί Γκουέμας, δηλώνει στο Reuters πως «η κρυμμένη θερμότητα ίσως διοχετευθεί εκ νέου στην ατμόσφαιρα την επόμενη δεκαετία επιταχύνοντας την υπερθέρμανση. Αν πρόκειται για φυσική μεταβλητότητα (όπως ο φυσικός, ωκεάνιος κύκλος των Ελ Νίνιο/Ελ Νίνια), ο ρυθμός της θέρμανσης θα αυξηθεί ξανά». Το φαινόμενο αποδίδεται στην ανάδυση ψυχρών υδάτων στην επιφάνεια των ωκεανών λόγω φυσικών κύκλων όπως το Ελ Νίνια, τα οποία απορρόφησαν θερμές μάζες από την ατμόσφαιρα.
Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής Η κλιματική αλλαγή έχει μεγάλο οικονομικό και πολιτικό αντίκτυπο, όπως δείχνει η συμφωνία 200 κυβερνήσεων το 2010 να περιορίσουν την υπερθέρμανση της επιφάνειας της Γης σε 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, κυρίως μέσω του περιορισμού της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Οι θερμοκρασίες στην επιφάνεια έχουν ήδη αυξηθεί κατά 0,8 βαθμούς Κελσίου. Οι δύο βαθμοί θεωρούνται το γενικό όριο πάνω από το οποίο θα επέλθουν επικίνδυνες αλλαγές όπως πλημμύρες, διαβρώσεις εδαφών και άνοδος της στάθμης των θαλασσών.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, το 2012 ήταν η ένατη θερμότερη χρονιά από τη δεκαετία του 1850 που ξεκίνησαν οι μετρήσεις, ενώ με εξαίρεση το 1998, τα δέκα θερμότερα έτη έχουν καταγραφεί από το 2000 και μετά. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Climate Change. Κλιματική αλλαγή και κοράλια Σε ξεχωριστή έρευνα που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Geoscience, η ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα από σωματίδια που προκαλείται από την καύση ορυκτών καυσίμων, συσχετίζεται με τον περιορισμό της ανάπτυξης των κοραλλιών. Σύμφωνα με τη διεθνή ομάδα ερευνητών, παρότι οι κοραλλιογενείς ύφαλοι αναπτύσσονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, επηρεάζονται από τις αλλαγές στις συγκεντρώσεις σωματιδίων στην ατμόσφαιρα.
«Η ρύπανση από αιωρούμενα σωματίδια αντανακλά το εισερχόμενο ηλιακό φως και καθιστά τα σύννεφα φωτεινότερα», εξήγησε ο Δρ. Πολ Χάλοραν από τη βρετανική μετεωρολογική υπηρεσία, ο οποίος συμμετείχε στις έρευνες. «Αυτό μπορεί να περιορίσει το διαθέσιμο φως για τη φωτοσύνθεση των κοραλλιών, καθώς και τη θερμοκρασία των υδάτων. Από κοινού αυτοί οι παράγοντες επιβραδύνουν την ανάπτυξη των κοραλλιών.» Στο πλαίσιο της μελέτης τους, η οποία επικεντρώθηκε στην περιοχή της Καραϊβικής, οι επιστήμονες συνέκριναν τους ρυθμούς ανάπτυξης των κοραλλιών την περίοδο 1880-2000 χρησιμοποιώντας σκελετούς από κοράλλια, παρατηρήσεις από πλοία, καθώς και στατιστικά και κλιματικά μοντέλα.
Οι εκπομπές θερμοαπορροφητικών αερίων στην ατμόσφαιρα είναι ταχύτερες από ποτέ, με τα δέκα θερμότερα έτη να καταγράφονται από το 1998 και μετά. Ωστόσο, ο ρυθμός υπερθέρμανσης της επιφάνειας της Γης επιβραδύνθηκε από το 2000 και μετά με τους επιστήμονες να αναζητούν εξηγήσεις αυτής της εξέλιξης. Ειδικοί από το Καταλανικό Ινστιτούτο Κλιματικών Επιστημών στη Βαρκελώνη και Γάλλοι επιστήμονες, υποστηρίζουν ότι οι ωκεανοί απορρόφησαν περισσότερη θερμότητα από την ατμόσφαιρα γύρω στο 2000, γεγονός που εξηγεί την επιβράδυνση της υπερθέρμανσης στην επιφάνεια του πλανήτη, αλλά και προοιωνίζεται μια παροδική και σύντομη παύση του φαινομένου. «Το πλεόνασμα θερμότητας απορροφήθηκε σε επιφάνεια μέχρι 700 μέτρα από την επιφάνεια των ωκεανών με το 65% της ποσότητας να απορροφάται στους τροπικούς παραλλήλους του Ειρηνικού και του Ατλαντικού Ωκεανού», αναφέρει η έκθεση.
Η επικεφαλής συγγραφέας της έκθεσης, Βιρτζινί Γκουέμας, δηλώνει στο Reuters πως «η κρυμμένη θερμότητα ίσως διοχετευθεί εκ νέου στην ατμόσφαιρα την επόμενη δεκαετία επιταχύνοντας την υπερθέρμανση. Αν πρόκειται για φυσική μεταβλητότητα (όπως ο φυσικός, ωκεάνιος κύκλος των Ελ Νίνιο/Ελ Νίνια), ο ρυθμός της θέρμανσης θα αυξηθεί ξανά». Το φαινόμενο αποδίδεται στην ανάδυση ψυχρών υδάτων στην επιφάνεια των ωκεανών λόγω φυσικών κύκλων όπως το Ελ Νίνια, τα οποία απορρόφησαν θερμές μάζες από την ατμόσφαιρα.
Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής Η κλιματική αλλαγή έχει μεγάλο οικονομικό και πολιτικό αντίκτυπο, όπως δείχνει η συμφωνία 200 κυβερνήσεων το 2010 να περιορίσουν την υπερθέρμανση της επιφάνειας της Γης σε 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, κυρίως μέσω του περιορισμού της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Οι θερμοκρασίες στην επιφάνεια έχουν ήδη αυξηθεί κατά 0,8 βαθμούς Κελσίου. Οι δύο βαθμοί θεωρούνται το γενικό όριο πάνω από το οποίο θα επέλθουν επικίνδυνες αλλαγές όπως πλημμύρες, διαβρώσεις εδαφών και άνοδος της στάθμης των θαλασσών.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, το 2012 ήταν η ένατη θερμότερη χρονιά από τη δεκαετία του 1850 που ξεκίνησαν οι μετρήσεις, ενώ με εξαίρεση το 1998, τα δέκα θερμότερα έτη έχουν καταγραφεί από το 2000 και μετά. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Climate Change. Κλιματική αλλαγή και κοράλια Σε ξεχωριστή έρευνα που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Geoscience, η ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα από σωματίδια που προκαλείται από την καύση ορυκτών καυσίμων, συσχετίζεται με τον περιορισμό της ανάπτυξης των κοραλλιών. Σύμφωνα με τη διεθνή ομάδα ερευνητών, παρότι οι κοραλλιογενείς ύφαλοι αναπτύσσονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, επηρεάζονται από τις αλλαγές στις συγκεντρώσεις σωματιδίων στην ατμόσφαιρα.
«Η ρύπανση από αιωρούμενα σωματίδια αντανακλά το εισερχόμενο ηλιακό φως και καθιστά τα σύννεφα φωτεινότερα», εξήγησε ο Δρ. Πολ Χάλοραν από τη βρετανική μετεωρολογική υπηρεσία, ο οποίος συμμετείχε στις έρευνες. «Αυτό μπορεί να περιορίσει το διαθέσιμο φως για τη φωτοσύνθεση των κοραλλιών, καθώς και τη θερμοκρασία των υδάτων. Από κοινού αυτοί οι παράγοντες επιβραδύνουν την ανάπτυξη των κοραλλιών.» Στο πλαίσιο της μελέτης τους, η οποία επικεντρώθηκε στην περιοχή της Καραϊβικής, οι επιστήμονες συνέκριναν τους ρυθμούς ανάπτυξης των κοραλλιών την περίοδο 1880-2000 χρησιμοποιώντας σκελετούς από κοράλλια, παρατηρήσεις από πλοία, καθώς και στατιστικά και κλιματικά μοντέλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου