Σαν σήμερα το 1883 έρχεται στη ζωή στο Ηράκλειο της Κρήτης ο Νίκος Καζαντζάκης, ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους του αιώνα που πέρασε και ο πιο μεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας παγκοσμίως.
Μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, κεφάλαιο για την ιστορία του τόπου μας.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχθηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια, πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας.
Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν. Το 1915 άρχισε μια επιχείρηση ξυλείας, που απέτυχε, στο Άγιο Όρος, μαζί με τον Ιωάννη Σκορδίλη. Το 1924 τον βρίσκει στο Βερολίνο, όπου ο Καζαντζάκης έρχεται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Στις 11 Ιανουαρίου 1928 μιλά στην Αθήνα με θέμα τη Σοβιετική Ένωση, μαζί με τον φίλο του συγγραφέα Παναίτ Ιστράτι. Για την οργάνωση αυτής της ομιλίας στο θέατρο «Αλάμπρα», η οποία κατέληξε σε μία ανοιχτή διαδήλωση, τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής Δημήτριος Γληνός διώχθηκαν δικαστικά ως προδότες.
Μετά τον πόλεμο ο Καζαντζάκης εξορίστηκε στη Μακρόνησο, ενώ τη δεκαετία του 1950 τα έργα του δέχθηκαν την μήνιν της Εκκλησίας. Έργα του, ανάμεσα σε πολλά άλλα: «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Ο Τελευταίος Πειρασμός», «Αναφορά στον Γκρέκο», «Ασκητική» Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά η Εκκλησία της Ελλάδας αρνήθηκε να την εκθέσει σε προσκύνημα. Στον τάφο του Καζαντζάκη, έπειτα από απαίτηση του ιδίου, χαράχθηκε η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχθηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια, πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας.
Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν. Το 1915 άρχισε μια επιχείρηση ξυλείας, που απέτυχε, στο Άγιο Όρος, μαζί με τον Ιωάννη Σκορδίλη. Το 1924 τον βρίσκει στο Βερολίνο, όπου ο Καζαντζάκης έρχεται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Στις 11 Ιανουαρίου 1928 μιλά στην Αθήνα με θέμα τη Σοβιετική Ένωση, μαζί με τον φίλο του συγγραφέα Παναίτ Ιστράτι. Για την οργάνωση αυτής της ομιλίας στο θέατρο «Αλάμπρα», η οποία κατέληξε σε μία ανοιχτή διαδήλωση, τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής Δημήτριος Γληνός διώχθηκαν δικαστικά ως προδότες.
Μετά τον πόλεμο ο Καζαντζάκης εξορίστηκε στη Μακρόνησο, ενώ τη δεκαετία του 1950 τα έργα του δέχθηκαν την μήνιν της Εκκλησίας. Έργα του, ανάμεσα σε πολλά άλλα: «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Ο Τελευταίος Πειρασμός», «Αναφορά στον Γκρέκο», «Ασκητική» Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά η Εκκλησία της Ελλάδας αρνήθηκε να την εκθέσει σε προσκύνημα. Στον τάφο του Καζαντζάκη, έπειτα από απαίτηση του ιδίου, χαράχθηκε η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου