Το λεγόμενο «παράδοξο της παχυσαρκίας» έρχεται να επιβεβαιώσει μια νέα επιστημονική μελέτη, που κατέληξε στη διαπίστωση ότι αν κανείς είναι πολύ παχύσαρκος και έχει βάρος αρκετά πάνω από το κανονικό, αντιμετωπίζει... σημαντικά αυξημένο (σχεδόν κατά 30%) κίνδυνο πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία.
Αν όμως είναι απλώς υπέρβαρος ή έστω ελαφρώς παχύσαρκος, δεν έχει δηλαδή υπερβολικά παραπανίσια κιλά, τότε ο κίνδυνος θανάτου είναι ελαφρώς μειωμένος (κατά περίπου 5% έως 6%), σε σχέση με όσους έχουν φυσιολογικό βάρος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Κατερίν Φλέγκαλ του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (JAMA), σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, αξιολόγησαν περίπου 100 δημοσιευμένες επιστημονικές μελέτες που αφορούσαν συνολικά σχεδόν τρία εκατομμύρια ενήλικους ανθρώπους από πολλές χώρες.
Η μελέτη (μετα-ανάλυση), που συσχέτισε τον δείκτη σωματικής μάζας (ΒΜΙ) με τη θνησιμότητα, έδειξε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ υπέρβαρων και παχύσαρκων όσον αφορά τον κίνδυνο θανάτου.
Φυσιολογικό, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, θεωρείται το βάρος, όταν ο δείκτης ΒΜΙ είναι μεταξύ 18,5 και 25. Υπέρβαρος είναι κάποιος, όταν ο δείκτης είναι μεταξύ 25 έως 30, ενώ παχύσαρκος όταν ξεπερνά το 30 (δείκτης άνω του 35 δείχνει σοβαρή παχυσαρκία). Ο δείκτης υπολογίζεται όταν διαιρέσει κανείς το βάρος σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους (π.χ. 75 δια 1,65Χ1,65). Η στατιστική ανάλυση δείχνει ότι οι υπέρβαροι (με δείκτη σωματικής μάζας 25-30) κατά μέσο όρο έχουν μικρότερο κίνδυνο θανάτου κατά 6% και οι ελαφρώς παχύσαρκοι (με δείκτη 30-35) επίσης μικρότερο κίνδυνο κατά 5% σε σχέση με όσους έχουν φυσιολογικό βάρος.
Όμως οι σοβαρά παχύσαρκοι (με δείκτη άνω του 35) έχουν αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας κατά 29%. Οι επιδημιολόγοι έχουν παρατηρήσει εδώ και κάποια χρόνια αυτή την αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στο βάρος και το ποσοστό θνησιμότητας, μέχρι τουλάχιστον ένα επίπεδο πάχους. Σε χρόνιες ασθένειες όπως ο διαβήτης, οι καρδιακές και οι νεφρικές παθήσεις, οι άνθρωποι με βάρος πάνω από το φυσιολογικό έχουν συχνά μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, γι' αυτό άλλωστε το πάχος τους δεν θεωρείται κατ' ανάγκη επιβαρυντικός παράγων σε αυτές τις περιπτώσεις (κάτι που όμως θα πρέπει να αξιολογήσει ο γιατρός).
Φυσιολογικό, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, θεωρείται το βάρος, όταν ο δείκτης ΒΜΙ είναι μεταξύ 18,5 και 25. Υπέρβαρος είναι κάποιος, όταν ο δείκτης είναι μεταξύ 25 έως 30, ενώ παχύσαρκος όταν ξεπερνά το 30 (δείκτης άνω του 35 δείχνει σοβαρή παχυσαρκία). Ο δείκτης υπολογίζεται όταν διαιρέσει κανείς το βάρος σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους (π.χ. 75 δια 1,65Χ1,65). Η στατιστική ανάλυση δείχνει ότι οι υπέρβαροι (με δείκτη σωματικής μάζας 25-30) κατά μέσο όρο έχουν μικρότερο κίνδυνο θανάτου κατά 6% και οι ελαφρώς παχύσαρκοι (με δείκτη 30-35) επίσης μικρότερο κίνδυνο κατά 5% σε σχέση με όσους έχουν φυσιολογικό βάρος.
Όμως οι σοβαρά παχύσαρκοι (με δείκτη άνω του 35) έχουν αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας κατά 29%. Οι επιδημιολόγοι έχουν παρατηρήσει εδώ και κάποια χρόνια αυτή την αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στο βάρος και το ποσοστό θνησιμότητας, μέχρι τουλάχιστον ένα επίπεδο πάχους. Σε χρόνιες ασθένειες όπως ο διαβήτης, οι καρδιακές και οι νεφρικές παθήσεις, οι άνθρωποι με βάρος πάνω από το φυσιολογικό έχουν συχνά μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, γι' αυτό άλλωστε το πάχος τους δεν θεωρείται κατ' ανάγκη επιβαρυντικός παράγων σε αυτές τις περιπτώσεις (κάτι που όμως θα πρέπει να αξιολογήσει ο γιατρός).
Οι αιτίες πρόκλησης της παχυσαρκίας μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Γενετικοί, περιβαλλοντικοί, ψυχολογικοί, και άλλοι παράγοντες μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓενετικοί παράγοντες
Η παχυσαρκία φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά από γενετικούς παράγοντες. Ωστόσο, το γεγονός ότι τα μέλη μιας οικογένειας μοιράζονται κατά κανόνα κοινό τρόπο ζωής και άρα διατροφικών συνηθειών καθιστά δύσκολη την αναγνώριση του βαθμού επίδρασης των γενετικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, μέσα στο ίδιο οικογενειακό περιβάλλον μοιράζονται ταυτόχρονα και κοινές συμπεριφορές, τρόποι διαχείρισης των συγκρούσεων, τρόποι αντιμετώπισης του άγχους, ο συνδυασμός όλων των παραπάνω μας δυσκολεύει να μιλάμε για ξεκάθαρους γενετικούς παράγοντες της παχυσαρκίας.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες
Πέρα από τους γενετικούς παράγοντες, καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη παχυσαρκίας φαίνεται να έχουν και διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Το επίπεδο της σωματικής δραστηριότητας αλλά και οι προσωπικές επιλογές τροφών, αριθμού γευμάτων κτλ επηρεάζουν το βάρος του ατόμου. Για παράδειγμα οι έλληνες κατά τα τελευταία χρόνια δείχνουν μια μεγάλη στροφή προς τροφές με πολλά συντηρητικά και λίπος, όπως για παράδειγμα το «γρήγορο φαγητό» (fast-food) σε αντίθεση με τους έλληνες προηγούμενων γενεών που προτιμούσαν (αναγκαστικά πολλές φορές και λόγω οικονομικής δυσπραγίας) την ευρέως πια διαδεδομένη «μεσογειακή διατροφή» του ελαιόλαδου, των λαχανικών και των φρούτων.
Ψυχολογικοί παράγοντες
Οι ψυχολογικοί παράγοντες μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις συνήθειες κατανάλωσης τροφής. Πολλοί άνθρωποι τρώνε αντιδραστικά στα αρνητικά συναισθήματα: στο άγχος, στη λύπη, στο θυμό. Πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε πως το 70% των ανθρώπων, όταν αγχώνεται, καταφεύγει
Καλημερα παιδια !! καλη χρονια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Καλή Χρονιά με υγεία και ότι καλύτερο για τον καθένα μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή