Η εναλλακτική λύση της μπύρας φαίνεται να είναι πιο φθηνή και πρακτική.
Το καλοκαίρι στις πλατείες, κάθε βράδυ, βλέπαμε την ίδια εικόνα: νεαροί και νεαρές με μπίρες από το περίπτερο και τσιγάρο στριφτό.
Προηγούμενα χρόνια, οι ίδιες ηλικίες βρίσκονταν σε παραλιακά μαγαζιά, με το μπιτ να χτυπάει κόκκινο μαζί με το ποτάμι των μοχίτος και των μπουκαλιών ουίσκι και παγωμένης βότκας. Η διαπίστωση αυτή έρχεται και επιβεβαιώνεται από πρόσφατα στοιχεία της ICAP, σύμφωνα με τα οποία, την τελευταία περίοδο η κατανάλωση κρασιού έχει μειωθεί κατά 13%. Είναι πιο «in» στην πλατεία να κρατάς ένα μπουκάλι μπύρα, παρά ένα ποτήρι κρασί...
Δεν είναι μόνο ο νεαρόκοσμος. Είναι και τα νοικοκυριά που έχουν στρέψει την προτίμησή τους στο χύμα ή σε αντίστοιχα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Που να δώσεις σήμερα για ένα καλό ελληνικό κρασί περίπου 10-15 ευρώ, στο σούπερ μάρκετ. Και έτσι έρχεται η κάμψη σε έναν ακόμα παραγωγικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας. Ο κλάδος της οινοποιίας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της ελληνικής οικονομίας όχι μόνο για την εγχώρια αγορά ποτών, αλλά και για την ανάπτυξη και προώθηση γενικά των ελληνικών παραδοσιακών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού.
Ο κλάδος της οινοποιίας αποτελείται κατά κύριο λόγο από παραγωγικές επιχειρήσεις. Η εγχώρια παραγωγή είναι κατακερματισμένη σε μεγάλο πλήθος οινοποιητικών μονάδων. Στην πλειοψηφία πρόκειται για μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες που ασχολούνται αποκλειστικά με την οινοποίηση. Οι μεγάλες οινοβιομηχανίες αν και ολιγάριθμες, καλύπτουν σημαντικό μέρος της παραγωγής, διαθέτοντας στην πλειοψηφία τους σύγχρονες εγκαταστάσεις και ποικιλία προϊόντων.
Επιπλέον, σημαντική είναι η παρουσία στον κλάδο των Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών. Οι εισαγωγές οίνου καλύπτουν πολύ μικρό μέρος της εγχώριας αγοράς, ως εκ τούτου είναι περιορισμένος ο αριθμός των εισαγωγικών επιχειρήσεων.
Το γεγονός ότι το κρασί είναι παραδοσιακά συνδεδεμένο με τη διατροφή και την κουλτούρα των Ελλήνων, αποτελεί παράγοντα που δρα ανασταλτικά στις συνέπειες της κρίσης που πλήττει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
Η αρνητική οικονομική συγκυρία, πέραν της υποχώρησης της ζήτησης που αναπόφευκτα προκαλεί, παράλληλα ευνοεί την υποκατάσταση των εμφιαλωμένων κρασιών από το χύμα κρασί, η ζήτηση του οποίου έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία διετία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα κλαδικής μελέτης της ICAP, η εξέλιξη της παραγωγής οίνου διαχρονικά δεν ακολουθεί σταθερή πορεία. Την προηγούμενη πενταετία (περίοδοι 2001-2002 έως και 2005-2006), η εγχώρια παραγωγή κινήθηκε γενικά ανοδικά, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,75%. Ωστόσο, την τελευταία πενταετία (περίοδοι 2006-2007 έως 2010-2011) η παραγωγή κινήθηκε πτωτικά με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης -6,7%. Παράλληλα, τα αποθέματα οίνου κινήθηκαν πτωτικά την τελευταία τριετία.
Η εγχώρια κατανάλωση οίνου κινήθηκε επίσης πτωτικά την τελευταία πενταετία, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής -2,9%. Την περίοδο 2009/10 η κατανάλωση κατέγραψε πρόσκαιρη ανάκαμψη (15,5%), ωστόσο την τελευταία περίοδο (2010/11) αναμένεται υποχώρηση που ξεπερνά το 10% βάσει προσωρινών στοιχείων.
Από το συνολικό μέγεθος της κατανάλωσης, τα εμφιαλωμένα κρασιά εκτιμάται ότι καλύπτουν ένα ποσοστό της τάξης του 35% στην παρούσα φάση. Όσον αφορά την κατηγοριοποίηση του οίνου, το μεγαλύτερο ποσοστό κατέχουν τα κρασιά που ανήκουν στην κατηγορία «Χωρίς ένδειξη ΠΟΠ/ΠΓΕ» (63,7%), ενώ με βάση το χρώμα, τα λευκά κρασιά υπερτερούν με μερίδιο 68,3% για το 2011. Αναφορικά με τις εισαγωγές, τα κρασιά εγχώριας παραγωγής καλύπτουν την εγχώρια ζήτηση σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που διαμορφώνει σε χαμηλά επίπεδα το βαθμό εισαγωγικής διείσδυσης, ο οποίος κυμάνθηκε μεταξύ 4,5% και 5% την τελευταία διετία.
Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται ανάκαμψη στις εξαγωγές οίνου, με το βαθμό εξαγωγικής επίδοσης να ανέρχεται σε 12,3% για την τελευταία οινική περίοδο (2010/2011). Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, οι συνολικές πωλήσεις των 54 επιχειρήσεων του δείγματος το 2010 μειώθηκαν κατά 8% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος ενώ η αδυναμία των εταιρειών να συμπιέσουν το κόστος τους οδήγησε σε σημαντική μείωση του μικτού κέρδους (κατά 10,8%).
Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις, είχαν σαν αποτέλεσμα τη σοβαρή επιδείνωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων. Το καθαρό αποτέλεσμα (προ φόρου εισοδήματος) μετατράπηκε σε ζημιογόνο το 2010. Τα λειτουργικά κέρδη επίσης μειώθηκαν κατά 19,4% την ίδια περίοδο.
Το καλοκαίρι στις πλατείες, κάθε βράδυ, βλέπαμε την ίδια εικόνα: νεαροί και νεαρές με μπίρες από το περίπτερο και τσιγάρο στριφτό.
Προηγούμενα χρόνια, οι ίδιες ηλικίες βρίσκονταν σε παραλιακά μαγαζιά, με το μπιτ να χτυπάει κόκκινο μαζί με το ποτάμι των μοχίτος και των μπουκαλιών ουίσκι και παγωμένης βότκας. Η διαπίστωση αυτή έρχεται και επιβεβαιώνεται από πρόσφατα στοιχεία της ICAP, σύμφωνα με τα οποία, την τελευταία περίοδο η κατανάλωση κρασιού έχει μειωθεί κατά 13%. Είναι πιο «in» στην πλατεία να κρατάς ένα μπουκάλι μπύρα, παρά ένα ποτήρι κρασί...
Δεν είναι μόνο ο νεαρόκοσμος. Είναι και τα νοικοκυριά που έχουν στρέψει την προτίμησή τους στο χύμα ή σε αντίστοιχα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Που να δώσεις σήμερα για ένα καλό ελληνικό κρασί περίπου 10-15 ευρώ, στο σούπερ μάρκετ. Και έτσι έρχεται η κάμψη σε έναν ακόμα παραγωγικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας. Ο κλάδος της οινοποιίας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της ελληνικής οικονομίας όχι μόνο για την εγχώρια αγορά ποτών, αλλά και για την ανάπτυξη και προώθηση γενικά των ελληνικών παραδοσιακών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού.
Ο κλάδος της οινοποιίας αποτελείται κατά κύριο λόγο από παραγωγικές επιχειρήσεις. Η εγχώρια παραγωγή είναι κατακερματισμένη σε μεγάλο πλήθος οινοποιητικών μονάδων. Στην πλειοψηφία πρόκειται για μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες που ασχολούνται αποκλειστικά με την οινοποίηση. Οι μεγάλες οινοβιομηχανίες αν και ολιγάριθμες, καλύπτουν σημαντικό μέρος της παραγωγής, διαθέτοντας στην πλειοψηφία τους σύγχρονες εγκαταστάσεις και ποικιλία προϊόντων.
Επιπλέον, σημαντική είναι η παρουσία στον κλάδο των Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών. Οι εισαγωγές οίνου καλύπτουν πολύ μικρό μέρος της εγχώριας αγοράς, ως εκ τούτου είναι περιορισμένος ο αριθμός των εισαγωγικών επιχειρήσεων.
Το γεγονός ότι το κρασί είναι παραδοσιακά συνδεδεμένο με τη διατροφή και την κουλτούρα των Ελλήνων, αποτελεί παράγοντα που δρα ανασταλτικά στις συνέπειες της κρίσης που πλήττει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
Η αρνητική οικονομική συγκυρία, πέραν της υποχώρησης της ζήτησης που αναπόφευκτα προκαλεί, παράλληλα ευνοεί την υποκατάσταση των εμφιαλωμένων κρασιών από το χύμα κρασί, η ζήτηση του οποίου έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία διετία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα κλαδικής μελέτης της ICAP, η εξέλιξη της παραγωγής οίνου διαχρονικά δεν ακολουθεί σταθερή πορεία. Την προηγούμενη πενταετία (περίοδοι 2001-2002 έως και 2005-2006), η εγχώρια παραγωγή κινήθηκε γενικά ανοδικά, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,75%. Ωστόσο, την τελευταία πενταετία (περίοδοι 2006-2007 έως 2010-2011) η παραγωγή κινήθηκε πτωτικά με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης -6,7%. Παράλληλα, τα αποθέματα οίνου κινήθηκαν πτωτικά την τελευταία τριετία.
Η εγχώρια κατανάλωση οίνου κινήθηκε επίσης πτωτικά την τελευταία πενταετία, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής -2,9%. Την περίοδο 2009/10 η κατανάλωση κατέγραψε πρόσκαιρη ανάκαμψη (15,5%), ωστόσο την τελευταία περίοδο (2010/11) αναμένεται υποχώρηση που ξεπερνά το 10% βάσει προσωρινών στοιχείων.
Από το συνολικό μέγεθος της κατανάλωσης, τα εμφιαλωμένα κρασιά εκτιμάται ότι καλύπτουν ένα ποσοστό της τάξης του 35% στην παρούσα φάση. Όσον αφορά την κατηγοριοποίηση του οίνου, το μεγαλύτερο ποσοστό κατέχουν τα κρασιά που ανήκουν στην κατηγορία «Χωρίς ένδειξη ΠΟΠ/ΠΓΕ» (63,7%), ενώ με βάση το χρώμα, τα λευκά κρασιά υπερτερούν με μερίδιο 68,3% για το 2011. Αναφορικά με τις εισαγωγές, τα κρασιά εγχώριας παραγωγής καλύπτουν την εγχώρια ζήτηση σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που διαμορφώνει σε χαμηλά επίπεδα το βαθμό εισαγωγικής διείσδυσης, ο οποίος κυμάνθηκε μεταξύ 4,5% και 5% την τελευταία διετία.
Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται ανάκαμψη στις εξαγωγές οίνου, με το βαθμό εξαγωγικής επίδοσης να ανέρχεται σε 12,3% για την τελευταία οινική περίοδο (2010/2011). Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, οι συνολικές πωλήσεις των 54 επιχειρήσεων του δείγματος το 2010 μειώθηκαν κατά 8% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος ενώ η αδυναμία των εταιρειών να συμπιέσουν το κόστος τους οδήγησε σε σημαντική μείωση του μικτού κέρδους (κατά 10,8%).
Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις, είχαν σαν αποτέλεσμα τη σοβαρή επιδείνωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων. Το καθαρό αποτέλεσμα (προ φόρου εισοδήματος) μετατράπηκε σε ζημιογόνο το 2010. Τα λειτουργικά κέρδη επίσης μειώθηκαν κατά 19,4% την ίδια περίοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου